- νυκτιφανής
- νυκτῐ-φᾰνής, ές, = foreg.,A
Μήνη Herm.
ap. Stob.1.5.14, cf. PMag.Par.1.1794.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μήνη Herm.
ap. Stob.1.5.14, cf. PMag.Par.1.1794.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτιφανής — νυκτιφανής, ές (Α) 1. αυτός που λάμπει τη νύχτα («νυκτιφανὴς Μήνη», Ερμ.) 2. αυτός που εμφανίζεται στη διάρκεια τής νύχτας («νυκτιφανὴς ἀχάρακτος ἑώιος ἤιεν ἀστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φανής (< φαίνω /… … Dictionary of Greek
νυκτιφανής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιφανῆ — νυκτιφανής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νυκτιφανής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νυκτιφανής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek